Η ΒΡΥΣΗ  Η-ΝΑΙΡΟΠΣΑΡΑΠ Η

Κάθε που σκύβω για να πιώ βρύση απ’ το νερό σου,

φτερούγες κάνει ο λογισμός και φτερουγίζει ομπρός σου.

Και σε ‘ρωτά μα δεν ‘μπορεί απάντηση να πάρει,

απ’ το νερό π’ αδιάκοπα τρέχει στο κουτσουνάρι.

Ποιος σ’ έκτισε και πού ‘μπορεί να ‘ναι τώρα θαμμένος,

γιατί δεν άφησε όνομα και είναι ξεχασμένος;

Ποιο χρόνο και ποιά εποχή με δάκρυ ή με γέλιο,

ήσκαψε ‘δω τα χώματα κι ήβαλε και θεμέλιο;

Τούρκος τον εξανάγκασε βρύση μου να σε κτίσει,

ή μόνος του ο χριστιανός το ‘χε αποφασίσει;

Ποιος ήφερε απ ‘του Ψαθά πελέκια με μουλάρι,

και ποιος τα τοποθέτησε με ομορφιά και χάρη;

Ποιος τις φιγούρες σκάλισε τη γούρνα τη θυρίδα,

κ’ έδωσε τόση ομορφιά π’ αλλού ποθές δεν είδα.

Κι ενώ οι χρόνοι κι οι καιροί περάσανε μπροστά σου,

τίποτα δεν επήρανε από την ομορφιά σου.

Δίπλα στο γέρο- πλάτανο στέκεις και καμαρώνεις,

μ’ όσα γνωρίζεις δεν τα λες τα κρύβεις και τα χώνεις.

Πόσο ‘θελα να ‘χεις λαλιά και γλώσσα να μιλήσεις,

και όσα ξέρεις να τα ‘πεις να τα εξιστορήσεις.

Να μάθουμε το μάστορα που ‘δρωσε να σε κτίσει,

 και να του ‘πούμε ο Θεός να το ‘ναι συγχωρήσει.

Ν’ αγιάσουνε τα κόκκαλα που ‘χε στα δύο του χέρια,

που για χάρη σου δούλεψαν παλαιϊνά  σεφέρια.

Κι αν ήταν Τούρκος ή Ρωμιός δε θα μασέ πειράξει,

αφού εσένα φρόντισε τόσο όμορφη να φτιάξει.

Τόσους αιώνες που ‘σαι εδώ στου χρόνου την πορεία,

είναι η κάθε πέτρα σου ολόκληρη ιστορία.

Πόσο ‘θελα να γνώριζα όλα τα μυστικά σου,

 κι όσα ‘δαν τα πελέκια σου στο χρονοπέρασμά σου.

Πόσοι αγάδες κάτσανε στο πετροπέζουλό σου,

κι εσβήσανε τη δίψα τους με το κρυγιό νερό σου.

Πόσες λιγνές χανούμισσες τη νύκτα με φεγγάρι,

βουτήξανε τα χείλη τους στο υγρό σου κουτσουνάρι.

Κι εβγάλανε το φερετζέ χωρίς ντροπή ομπρός σου,

κι εκαθρεφτιστήκανε στης γούρνας το νερό σου.

Εσύ μονάχα γνώρισες και τα’ ουρανού τα’ αστέρια,

την ομορφιά που κρύβανε κάτω απ’ τα τσεμπέρια.

Κράτατα ‘συ τα μυστικά μα ‘γω σαν σε κοιτάζω,

εύκολα στα πελέκια σου ‘μπορώ να τα διαβάζω.

Και ‘βρίσκω ακόμη πως εσύ μ’ άλλη καμιά δε μοιάζεις,

στην ομορφιά και στο νερό π’ αδιάκοπα μοιράζεις.

Κρυστάλλινο και δροσερό στο κουτσουνάρι τρέχει,

και όποιος σκύψει και το πιεί πρέπει να το κατέχει.

Αν έχει πέτρες ‘στα νεφρά και στη χολή χαλίκι,

φεύγουνε όλοι οι πόνοι του και γίνεται περδίκι.

Τ’ άλατα απ’ τα γόνατα κι από τα’ αγκώνες λειώνει,

κι όλα τα νεύρα του κορμιού γιατρεύει και ντρετώνει.

Από τα έγκατα της γης αιώνες αναβρύζει,

κι όλες τα’ αρρώστιες του κορμιού σκοτώνει και τσακίζει.

Βγάζεις τα’ αθάνατο νερό π’ αν το ‘βρισκε η Γοργόνα,

ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε ζει ακόμα.

Πίνει ο γέρος, πίνει η γριά κι ευθύς αντιγριτσώνει,

γιατί ντελόγο φεύγουνε του κορμιού τους οι πόνοι.

Πίνει ο νιός, πίνει η νιά σαν είν΄ ερωτευμένοι,

και μέσα τους ο έρωτας φουντώνει και πληθαίνει.

Πίνω κι εγώ κι από καρδιά σ’ έχω ευχαριστήσει,

όσες φορές στη γούρνα σου μπροστά ‘χω γονατίσει.

Μα όποια ‘σαι ‘συ π’ όσες φορές κι αν ευρεθώ κοντά σου,

θαυμάζω τα πελέκια σου κι όλη την καμοσά σου.

Που βρίσκεσαι πρέπει να ‘πω για να το μάθουν κι άλλοι,

να ‘ρθούν να καμαρώσουνε τα όμορφά σου κάλλη.

Να πιούνε ύστερα νερό κι όπου και αν πονούνε,

θα πάψουνε οι πόνοι τους και θα θεραπευτούνε.

Στο Παρασπόρι βρίσκεσαι κάτω απ’ τα πλατάνια,

και δίνεις σ’ όλο το χωριό δροσιά και ‘περηφάνεια.

Μάλιστα κάποιος χωριανός σ’ έχει κι όλας βαπτίσει,

κι εχάραξε ανορθόγραφα πάνω σου «ΚΑΤΩ ΒΡΗΣΗ».

                     Στίχοι Γεωργίου Εμμ. Πετρουλάκη

                                                                                   15-08-2010                      

     (Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα "Τα Νέα Ανατολικής Κρήτης" στις 01/09/2010)