Οι ημέρες που προηγούνται, από την πρώτη του Αυγούστου, είναι ημέρες νηστείας και περισυλλογής, καθώς οι πιστοί προετοιμάζονται για τη μεγάλη γιορτή. Στον ημερολογιακό κύκλο των μεγάλων εορτών του Χριστιανισμού, ο κύκλος της βλάστησης κλείνει στις 15 Αυγούστου, την ημέρα της Kοίμησης της Θεοτόκου και τότε καταναλώνονται όσες τροφές έχουν παραχθεί κατά τη διάρκεια της χρονιάς, ενώ σε αρκετές περιοχές της χώρας, οι εορταστικές εκδηλώσεις κορυφώνονται στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας.
Η μέρα που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μέρα πένθους για μια αγαπημένη γυναίκα που «έφυγε» αλλά γιορτή χαράς και αγαλλίασης για το σμίξιμο της μητέρας με τον αγαπημένο της γιο, την άνθηση της φύσης, την πλημμύρα των συναισθημάτων, την επιστροφή των ανθρώπων στη γενέθλια γη τους.

Στον Ελληνικό λαό η επίκληση της Παναγίας είναι η περισσότερο καθιερωμένη. Η Παναγία διεκδικεί τα περισσότερα προσωνύμια που προέρχονται από τον τρόπο αγιογραφίας της Εικόνας Της (π.χ. Βρεφοκρατούσα, Γλυκοφιλούσα), από τη θεολογική ιδιότητα (π.χ. Ελεούσα, Κυρά, Μεγαλόχαρη), από την παλαιότητα του εικονίσματός Της (π.χ. Μαυριώτισσα, Γερόντισσα), τον τρόπο εύρεσης της εικόνας Της (π.χ. Θεοσκέπαστης, Σπηλαιώτισσας, Πλατανιώτισσας, Πορταΐτισσας, Μυρτιδιώτισσας, Φανερωμένης), τον τόπο προέλευσης της εικόνας (π.χ. Αθηνιώτισσα, Αργοκοιλιώτισσα, Βατοπεδινή, Πολίτισσα), τον αριθμό των πυλών (πχ. Εκατονταπυλιανή),  αλλά και  ανάλογα της εποχής και των εργασιών που συμπίπτει η εορτή της (π.χ. Φλεβαριανή, Μεσοσπορίτισσα, Ακαθή - εκ του Ακάθιστου ύμνου). Φυσικά υπάρχουν και πολλά άλλα προσωνύμια κατά τόπους. Στην περιοχή μας υπάρχει η Παναγία της Ρίζας η Γαλακτοκτισμένη, που πήρε το όνομα της από τον τρόπο κτισίματος, αφού οι πιστοί χρησιμοποίησαν αντί για νερό που δεν υπήρχε στην περιοχή, γάλα από τα ζώα για να κάνουν την λάσπη και έτσι η εκκλησία ονομάστηκε Γαλακτοκτισμένη. Από παλιά, κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο συρρέουν πιστοί από τα γύρω χωριά και όλη την επαρχία Σητείας για να προσκυνήσουν. Στο παρελθόν μετά το τέλος της λειτουργίας στις 15 Αυγούστου, οι πιστοί πήγαιναν σε μια πολύ κοντινή τοποθεσία που είχε καρυδιές (στις καρές) και έστηναν γλέντι. Οργανοπαίκτες από τα γύρω χωριά και πλήθος πιστών που κρατούσαν διάφορα μεζεδάκια γλεντούσαν μέχρι που «έπεφτε» ο ήλιος. Σήμερα το γλέντι έχει «μεταφερθεί» στο Παρασπόρι στην τοποθεσία «Κάτω Βρύση», όπου μετά την λειτουργία ανήμερα της Παναγίας, ο Πολιτιστικός Σύλλογος αναβιώνει το παραδοσιακό πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου.

 

Παναγία Ρίζας, η Γαλακτοκτισμένη

Ένα από τα πιο γνωστά πλέον προσκυνήματα στην Ανατολική Κρήτη είναι και κείνο της Παναγίας της Ρίζας. Απέναντι από το χωριό είναι κτισμένο ένα μικρό εκκλησάκι που σήμερα μετά από πολλές οικοδομικές παρεμβάσεις έχει μετατραπεί σ’ ένα μοναστήρι προς τιμήν της υπεραγίας Θεοτόκου.
Πότε οικοδομήθηκε ο ναός δεν είναι γνωστό, είναι όμως σίγουρο μέσα από τους θρύλους ότι ο ναός οικοδομήθηκε από το γάλα των ζώων που οι βοσκοί έδιναν στους κτίστες. Το παρακείμενο χωριό Παρασπόρι κατά την οθωμανική περίοδο λόγο της ποσότητας νερού που διαθέτει κατοικούνταν μόνο από μωαμεθανούς, οι οποίοι και απαγόρευσαν την χρήση νερού για την κατασκευή ναού. Έτσι οι κτηνοτρόφοι της περιοχής καθημερινά πρόσφεραν ποσότητα γάλατος για την οικοδόμηση του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Το αγιόθυρο του ναού, παραπέμπει σε εποχή λίγο πριν από το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας σαν αποτέλεσμα της επανάστασης του 1897. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εικόνες του τέμπλου μία του Σωτήρος και μία της κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι λαϊκή τέχνη του τέλους του 19ου αιώνα.
Όπως και στη Ρίζα έτσι και στην Παναγία ο ναός έχει υποστεί επέκταση μικρότερου μεγέθους από το ναό του οικισμού αλλά σε όλες τις περιπτώσεις δείχνει ότι οι χριστιανοί θέλησαν να επεκτείνουν το ναό τους για να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες. Κάθε χρόνο τον δεκαπεντάρη συρρέουν αρκετοί πιστοί για να προσκυνήσουν ενώ ορισμένοι διαμένουν στα κελιά όλες τις ημέρες του δεκαπενταύγουστου. Στο παρελθόν μετά την λειτουργία ανήμερα της Παναγίας στις 15 Αυγούστου, γινόταν σε παρακείμενη τοποθεσία με την ονομασία Καρές (από τις Καρυδιές που είχε) γλέντι με οργανοπαίκτες από τα γύρω χωριά, που πλέον έχει μεταφερθεί στο κοντινό χωριό Παρασπόρι, όπου ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού αναβιώνει το παραδοσιακό πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου.

 

Παναγία η Γαλατοκτισμένη

Πολύ κοντά στο ιστορικό χωριό Παρασπόρι Σητείας συναντάμε τον σχεδόν έρημο σήμερα οικισμό Ρίζα. Η Ρίζα πήρε το όνομά της από τη θέση που βρίσκεται χτισμένη, στη ρίζα ακριβώς των απότομων Σητειακών βουνών και σήμερα μονάχα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων βοσκών κατοικεί εκεί. Αυτό που κάνει τη Ρίζα να ξεχωρίσει είναι ο διάσημος ναός της Παναγίας που έχει και που σύμφωνα με την παράδοση υπήρξε αιώνες πριν μοναστήρι. Ο ναός της Παναγίας είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου κάθε χρόνο. Τα παλιότερα χρόνια το πανηγύρι που ήταν διάσημο σε όλη την πρώην επαρχία Σητείας λάμβανε χώρα λίγο πιο πέρα από το ναό στην τοποθεσία Καρές, κάτω από τις αιωνόβιες καρυδιές που υπάρχουν εκεί. Τα τελευταία όμως χρόνια και με την ερήμωση της Ρίζας το πανηγύρι έχει μεταφερθεί στο γραφικό Παρασπόρι όπου ο δραστήριος πολιτιστικός σύλλογος κάνει κάθε χρόνο παραδοσιακό γλέντι. Το όνομα Γαλατοχτισμένη η εκκλησία το οφείλει σε μια παλιά παράδοση επειδή όπως λένε στην περίοδο της Τουρκοκρατίας χτίστηκε με γάλα αντί για νερό από τους βοσκούς της περιοχής. Η ίδια παράδοση υπάρχει για πολλές εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία και σε άλλα σημεία της Κρήτης και δεν είναι η μοναδική. Η παράδοση του χτισίματος με γάλα την περίοδο της Τουρκοκρατίας δε φαίνεται να στέκει χρονικά δεδομένου ότι ο ναός είναι χτισμένος κατά πάσα πιθανότητα στην Ενετοκρατία και είναι αρκετά παλιός. Ίσως υπάρχει μια ιστορική βάση αν θεωρήσουμε ότι ο ναός ή τμήμα αυτού καταστράφηκε κατά την Τουρκική εισβολή και επιδιορθώθηκε κάποια στιγμή την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το σημαντικό χαρακτηριστικό του ναού είναι οι πολύ παλιές εικόνες που βρίσκονται στο εσωτερικό του που θεωρούνται εξαιρετικά θαυματουργές και ο λαός μας έχει συνδέσει την Παναγία τη Γαλατοχτισμένη της Ρίζας με πάρα πολλά παλιά και νέα θαύματα. Η πληθώρα των αφιερωμάτων άλλωστε από μόνη της μαρτυρά αυτό ακριβώς το γεγονός. Είναι επίσης σημαντική η παρουσία ολόσωμων κέρινων αφιερωμάτων με μορφές βρεφών και ανθρώπινων σωμάτων, μια εξαιρετικά σπάνια πανάρχαια παράδοση που διατηρείται ακόμα και στις μέρες μας σε λίγα σημεία. Στο εσωτερικό του ο ναός δε φέρει ίχνη αγιογραφιών σε αντίθεση με τον βυζαντινό ναό που βρίσκεται μέσα στο Παρασπόρι, των Άγιο Γεώργιο των Κορνάρων. Γύρω από το μικροσκοπικό ναό υπάρχουν σύγχρονα κτίσματα που εξυπηρετούν τους πιστούς κατά την ημέρα που ο ναός γιορτάζει.
Το προσκύνημα της Παναγίας της Γαλατοχτισμένης στη Ρίζα συνεχίζει και στις μέρες μας να προσελκύει πλήθος κόσμου καθιστώντας το σαν ένα από τα πιο σημαντικά προσκυνήματα της επαρχίας Σητείας.

Χειλαδάκης Χριστόφορος         

Αύγουστος 2019

 

Παναγία η Γαλατοκτισμένη

(από το βιβλίο του Γεωργίου Ι. Τσικαλάκη)

(«Η Ρίζα και οι παρακείμενοι οικισμοί Ρίζα και Άγιος Μάμας» Σητεία 2008)

            Μέσα στα βουνά κλεισμένο πραγματικά μέσα στα σπλάχνα της γης και μόνο με ένα μικρό άνοιγμα που κοιτάζει στη Θάλασσα προς τον κόλπο της Σητείας, η παρουσία του Θείου είναι έντονη. Στο σημείο εκείνο κάποιοι παλαιοί άνθρωποι βίωσαν την αίσθηση αυτή τόσο έντονα που αποφάσισαν να οικοδομήσουν ένα μικρό ναό προς τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ένα από τα πιο γνωστά πλέον προσκυνήματα στην Ανατολική Κρήτη είναι και κείνο της Παναγίας της ρίζας. Απέναντι από το χωριό είναι κτισμένο ένα μικρό εκκλησάκι που σήμερα μετά από πολλές οικοδομικές παρεμβάσεις έχει μετατραπεί σ’ ένα μοναστήρι προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πριν από μερικά χρόνια υπήρχε μόνο η εκκλησία και κάποια ερειπωμένα κελιά, σήμερα η εικόνα αυτή είναι εντελώς διαφορετική όμως η αίσθηση εκείνη του Θείου είναι ακόμα έντονη.

            Πότε οικοδομήθηκε ο ναός δεν είναι γνωστό, από τις προφορικές μαρτυρίες αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο ναός κατασκευάστηκε την περίοδο των χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας, είναι ακόμα βέβαιο και το γνωρίζουμε μέσα από τους θρύλους, ότι ο ναός οικοδομήθηκε από το γάλα των ζώων που οι βοσκοί έδιναν στους κτίστες. Αν και υπάρχουν αρκετές πηγές νερού στην περιοχή που οι κτίστες θα μπορούσαν να έχουν άμεση πρόσβαση, οι διοικούντες Οθωμανοί τα χρόνια εκείνα δεν επέτρεπαν τη χρήση νερού για κατασκευή ναού. Το παρακείμενο χωριό Παρασπόρι κατά την οθωμανική περίοδο λόγω της ποσότητας νερού αλλά και των καλλιεργήσιμων κτημάτων που διαθέτει κατοικούνταν μόνο από μωαμεθανούς. Το πρόβλημα της έλλειψης νερού λύθηκε από τους χριστιανούς κτηνοτρόφους, φυσικά από τους καταγόμενους από τη Ρίζα αφού το Παρασπόρι όπως ήδη αναφέραμε δεν κατοικούνταν από χριστιανούς, οι οποίοι κτηνοτρόφοι ήθελαν για κάποιους λόγους ο ναός να οικοδομηθεί στο σημείο εκείνο. Έτσι οι κτηνοτρόφοι της περιοχής καθημερινά πρόσφεραν ποσότητα γάλατος για να μαλάξουν οι κτίστες τη λάσπη και να προβούν στην οικοδόμηση του ναού της κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από το γεγονός της χρήσης του γάλατος για την οικοδόμηση του ναού, πήρε και το όνομα «Γαλατοκτισμένη».        

            Το αγιόθυρο του ναού, παραπέμπει σε εποχή λίγο πριν από το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας και της επανάστασης του 1897. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εικόνες του τέμπλου, μία του Σωτήρος και μία της κοιμήσεως της Θεοτόκου που είναι λαϊκής τέχνης του τέλους του 19ου αιώνα.

            Όπως και στη Ρίζα έτσι και στην Παναγία, ο ναός έχει υποστεί επέκταση μικρότερου μεγέθους από το ναό του οικισμού αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις δείχνει ότι οι χριστιανοί θέλησαν να επεκτείνουν το ναό τους για να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες.

            Οι εικόνες του τέμπλου είναι δύο, μία που απεικονίζει την κοίμηση της Θεοτόκου και όπως είναι φυσικό είναι αριστερά του τέμπλου και δεξιά η εικόνα του Ιησού Χριστού. Οι εικόνες είναι φτιαγμένες με κλασσική αυγοτέμπερα και προπλασμό του ξύλου πριν την αγιογράφηση. Οι διαστάσεις και των δύο εικόνων είναι 53 εκατοστά x 73 εκατοστά και είναι όπως δείχνουν εργασία του ίδιου αγιογραφικού εργαστηρίου. Βασικό για να κατανοήσουμε κάτι τέτοιο είναι το ότι η τεχνοτροπία παραπέμπει στον ίδιο αγιογράφο ο οποίος χρησιμοποίησε και στις δύο εικόνες προπλασμό και στιλβωτό χρυσό στο φόντο των εικόνων. Η αξία των δύο εικόνων δεν είναι μεγάλη με την ευρεία έννοια της τέχνης, αποκτούν όμως τεράστιο ενδιαφέρον και λαμβάνουν αμύθητη αξία από τη αγάπη που τις περιστοιχίζουν οι πιστοί. Η εικόνα του Ιησού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγαλύτερης αξίας από την πλευρά τεχνικής αλλά να επαναλάβουμε ότι η λαϊκή πίστη δεν έχει να κάνει με την ποιότητα του καλλιτεχνικού εργαστηρίου.

            Αναφερόμενοι στην πίστη περί του συγκεκριμένου προσκυνήματος θα πρέπει να μεταφέρουμε την προσωπική εμπειρία μας που έχει να κάνει με την εξέλιξη του πρσκυνήματος τα τελευταία χρόνια.

            Όλοι όσοι κατάγονται από τα χωριά της Ρίζας, του Σκορδύλλου και του Παρασπορίου, γνώριζαν τη δύναμη και την προστασία της Παναγίας. Πέρα όμως από το τοπικό στοιχείο οι λοιποί πιστοί της επαρχίας δεν συμμετείχαν στην πανήγυρη και αυτό είναι λογικό αφού σε κάθε χωριό της επαρχίας Σητείας, υπάρχει ναός τιμώμενος στην κοίμηση της Θεοτόκου. Η εορτή περιοριζόταν την παραμονή στον εσπερινό με μερικούς πιστούς και την επόμενη όπου στήνονταν ένα πρόχειρο καφενείο κάτω από παρακείμενο πλάτανο. Από το 1974 και μετά δεν πραγματοποιούνταν το καφενείο και η συνάθροιση κάτω από τον πλάτανο με τους πιστούς να βάζουν τις μπατανίες τους για να συνεχίζουν τη λειτουργία. Όπως και στους πρώτους αιώνες με τα δείπνα της αγάπης έπαψε να υπάρχει.

            Το 1985 ο π. Ιωάννης Χασαπλαδάκης αποφάσισε να κτιστούν με τη βοήθεια του μέχρι και σήμερα άοκνος εργαζόμενου Ιωάννη Πρωτογεράκη, δύο κελιά ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες του ούτως ή άλλως μικρού ναού. Μετά το θάνατο του π. Ιωάννη το ναό εξυπηρέτησε ο π. Εμμανουήλ Αυγουστινάκης από την ενορία των Αχλαδίων. Παρά το γεγονός ότι και στα Αχλάδια υπάρχει ναός που πανηγυρίζει στην Κοίμηση της Θεοτόκου, έγινε δυνατόν βάση προγράμματος ο μέρα παρά μέρα εκκλησιασμός του ναού επιτελουμένων καθ εσπέρα των παρακλήσεων του δεκαπενταύγουστου. Παράλληλα τα έργα του ναού συνεχίστηκαν με τη δημιουργία μικρής αίθουσας και επέκτασης του προαυλίου χώρου και αύξηση των κελιών, που μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν, για την αύξηση της χρηστικής ικανότητας του χώρου

Το 1995 τοποθετήθηκε μόνιμος ιερέας στην ενορία ο π. Νικόλαος Ροδουσάκης, ο οποίος προχώρησε στην επέκταση της αίθουσας και στην δημιουργία μεγαλύτερων εγκαταστάσεων για την λειτουργία του Ναού που από την περίοδο εκείνη μετατράπηκε σε κοινοβιακό προσκύνημα με τη μόνιμη παρουσία ιερέως την περιόδο του δεκαπενταύγουστου. Σημαντικό γεγονός για την ανάπτυξη του προσκυνήματος απετέλεσε το γεγονός να γίνει εγκατάσταση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος πράγμα που ναι μεν μείωσε το γραφικό του προσκυνήματος αλλά συνέβαλε καθοριστικά στη γενικότερη ανάπτυξη του με το να γίνει επισκέψιμο. Το έργο συνέχισε ο π. Ιωάννης Δανδουλάκης από το 1997 εως το 2000 οπότε και ενέλαβς ο π. Μιχαήλ Μπετείνης, ο οποίος συν τω χρόνο πέτυχε να αναδείξει το μικρό αυτό ναό σ’ ένα από τα μεγάλα προσκυνήματα της επαρχίας Σητείας.

            Στη σκεπή του ναού υπάρχει από το 1996 κεραμίδι, ο προαύλιος χώρος είναι αισθητά μεγαλύτερος, υπάρχει μικρή κρήνη και φυσικά πολύ περισσότερα κελιά για τις ανάγκες των εκεί διαμένοντων προσκυνητών την περίοδο του δεκαπενταύγουστου και της ημέρας της εορτής. Το προσφερόμενο κέρασμα με το τέλος των ακολουθιών είναι πλέον παράδοση που δείχνει το φιλόξενο χαρακτήρα των κατοίκων της περιοχής.

 

Η εκκλησία της Παναγίας, έξω από το χωριό

(από το βιβλίο του Εμμανουήλ Γ. Κουτσαντωνάκη)

(«Τα Κρυ(γι)ά και οι οικισμοί της τέως Κοινότητας Κρυών» Σητεία 2010)

            ΒΑ του χωριού και σε μικρή απ’ αυτό απόσταση ήταν κτισμένος και εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα ο ναός της Θεοτόκου ή όπως την ξέρει περισσότερο ο λαός, «της Παναγίας της Ριζανής της Γαλακτοκτισμένης».

            Στο Τοπωνυμικό Αρχείο Κρήτης αναφέρεται ότι «ήτο τόπος ένθα επήγαιναν προσκυνηταί δια το δεκαπενθήμερον του δεκαπενταύγουστου». Γύρω από την εκκλησία, πριν από την ανακαίνισή της, πιθανώς κατά τις αρχές του αιώνα, υπήρχαν ερείπια κελιών. Ο ιερέας Γεώργιος Γαδανάκης από τη Δάφνη (που πέθανε το 1997, σε ηλικία 91 ετών) θυμόταν, κατά τη μαρτυρία του Ν. Ψιλάκη, τα καλλιά πριν από την ανακαίνιση τους. Ήταν όπως λέει, ερειπωμένα και χωρίς στέγη. Την κατάσταση αυτή των κελιών θυμούνται και πολλοί σημερινοί κάτοικοι του χωριού, αλλά και προσκυνητές της εκκλησίας.

            Σαφείς πληροφορίες σχετικές με τον ιδρυτή και τον χρόνο ίδρυσης της εκκλησίας αυτής δεν υπάρχουν. Υπάρχει όμως η παράδοση (που μου μετέφερε ο παραπάνω δικηγόρος κ. Νίκος Μαυράκης, που τη γνωρίζει από τον πατέρα του, Γεώργιο Ν. Μαυράκη) ότι η μικρή αρχική εκκλησία που είχε κτιστεί στον ίδιο χώρο, άγνωστο πότε, καταστράφηκε από τους Τούρκους. Ύστερα από μικρό διάστημα, κατά την παράδοση, ένας βοσκός της περιοχής που δεν άντεχε να τη βλέπει μισογκρεμισμένη και μαυρισμένη, αποφάσισε να την ξανακτίσει. Το ενδιαφέρον στην παράδοση αυτή είναι ότι ο βοσκός χρησιμοποίησε για την παρασκευή της λάσπης γάλα, αντί για νερό. Από το γεγονός αυτό η εκκλησία πήρε μετά την προσωνυμία «γαλακτοκτισμένη».

            Περισσότερα όμως στοιχεία για την παράδοση αυτή προσφέρει η μαρτυρία του κ. Γιάννη Γ. Πρωτογεράκη, από τη Ρίζα, «επιτρόπου» της εκκλησίας σήμερα και από πολλά χρόνια, την οποία γνωρίζει από τον παππού του Θεόδωρο Πρωτογεράκη που πέθανε το 1948 σε ηλικία περίπου 90-95 ετών.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή:                                                                                              α. Η εκκλησία είχε κτιστεί πριν από την τουρκοκρατία, είχε κελιά και φαίνεται ότι για κάποιο διάστημα λειτούργησε ως μονή, μοναστήρι (= χώρος όπου διέμεναν μοναχοί, ησυχαστήριο), όπως θυμούνταν οι παλαιότεροι. Αρχικά το μοναστήρι είχε και μοναχές, οι οποίες όμως έφυγαν από κει, από φόβο, μόλις οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή κι έμειναν μόνο οι μοναχοί.

β. Όταν όμως οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή (δηλαδή μετά το 1651), δεν ανέχονταν την ύπαρξη της εκκλησίας εκεί ούτε την παρουσία των μοναχών και αφού τους έσφαξαν, γκρέμισαν την εκκλησία και τα κελιά. Κατά την παράδοση οι μοναχοί είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο καταστροφής και πρόλαβαν να κρύψουν την καμπάνα της εκκλησίας, που ακόμη και σήμερα δεν έχει βρεθεί.

γ. Στη συνέχεια οι Τούρκοι αφαίρεσαν από τους χριστιανούς την όμορφη αυτή περιοχή με τα γονιμότερα χωράφια και τις πηγές του νερού. Ακόμη και σήμερα ακούγονται τα τοπωνύμια: «στου Χότζα τα νερά», «στου Χότζα τα χωράφια», στου Μπραίμη τα νερά», «στου Μπραίμη τα χωράφια» κλπ που βρισκόταν σε μεγάλη έκταση γύρω από την εκκλησία.

δ. Τα τελευταία όμως χρόνια παραμονής των τούρκων στην ευρύτερη περιοχή της Σητείας, που δεν είχαν πια την ίδια δύναμη, όπως παλαιότερα, γιατί οι χριστιανοί είχαν ξεσηκωθεί εναντίον τους, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο αίτημα των χριστιανών της Ρίζας να ξανακτίσουν την εκκλησία, δεν τους επέτρεψαν όμως να πάρουν νερό από τις πηγές της γύρω περιοχής («από τις τούρκικες πηγές και τα χωράφια» όπως έλεγαν). Οι χριστιανοί αποφάσισαν τότε να την ξανακτίσουν χρησιμοποιώντας για την Παρασκευή της λάσπης γάλα αντί για νερό και απ’ αυτό πήρε η εκκλησία την ονομασία «γαλακτοκτισμένη». Κατά τη μαρτυρία, μάλιστα, του παραπάνω κ. Γιάννη Πρωτογεράκη, ο παππούς του Θεόδωρος Πρωτογεράκης κουβαλούσε με τα «τουλούμια» το γάλα από τη μάντρα του παππού του, του γνωστού μας Θοδώδαρακα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι Ριζανοί. Το γάλα όμως δεν ήταν τόσο πολύ ούτε οι οικονομικές δυνατότητες των Ριζανών μεγάλες κι έτσι κτίσανε μόνο ένα μικρό μέρος της εκκλησίας, το ιερό και συνέχεια απ’ αυτό ένα μικρό ακόμη μέρος.

ε. Η ολοκλήρωση έγινε αργότερα, όταν πια οι Τούρκοι είχαν φύγει από το χωριό. Έτσι οι Ριζανοί αρχικά έκτισαν μια καμάρα (που σήμερα ακόμη σώζεται περίπου στο κέντρο της μικρής εκκλησίας) και μετά συνέχισαν και ολοκλήρωσαν το κτίσιμο της.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ακριβής χρόνος ης αρχικής ανέγερσης της εκκλησίας παραμένει άγνωστος. Εξίσου άγνωστος παραμένει τόσο ο ακριβής χρόνος της καταστροφής της εκκλησίας από τους Τούρκους, όσο και ο χρόνος της σταδιακής ανακαίνισης της, κατά την παράδοση. Με βάση όμως την ηλικία του παππού του παραπάνω κ. Γιάννη Πρωτογεράκη, τη γνώση των συμβάντων στην περιοχή μας κατά τους χρόνους της τουρκικής κατάκτησης και τα πληθυσμιακά στοιχεία που αντλούνται από τις απογραφές.

  1. Ο χρόνος της καταστροφής της παραπάνω εκκλησίας, θα μπορούσε, με κάθε επιφύλαξη βέβαια, να προσδιοριστεί:

α. ‘Η στα χρόνια της επανάστασης των ετών 1821-1830και ιδίως κατά την εισβολή των τούρκων της Σητείας σ’ αυτήν, την 20η Ιανουαρίου 1829 (οπότε είχαν απομακρυνθεί απ’ αυτήν μετά την επίθεση που οργάνωσε εναντίον τους το Κρητικό Συμβούλιο, τον Δεκέμβριο του 1828) ή λίγο μετά, δεδομένου ότι το χωριό δεν αναφέρεται στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1832/33, οπότε μαζί με το χωριό πιθανώς να καταστράφηκε και η εκκλησία ή να το εγκατέλειψαν οι κάτοικοι του.

β. Ή στα πρώτα χρόνια της δεύτερης περιόδου της τουρκοκρατίας στην Κρήτη (1840-1898) και πάντως πριν από το 1881, αφού η απογραφή του έτους αυτού δεν εμφανίζει Τούρκους κατοίκους στη Ρίζα, ενώ:

2. Ο χρόνος της μερικής, αρχικά, ανοικοδόμησης μπορεί να προσδιοριστεί επίσης λίγο πριν από το ίδιο έτος (το 1881). Για τν ίδιο λόγο με τον παραπάνω. Αντίθετα, η ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης είναι πιθανό να έγινε λίγο αργότερα από το 1881. Με το χρονικό αυτό πλαίσιο δε φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση η παρακάτω μαρτυρία γι’ αυτήν του επισκόπου Ιεράς και Σητείας Αμβροσίου. «Ρίζης, εύρυνσις παλαιάς εκκλησίας(1896)». Είναι δηλ. πιθανό ο επίσκοπος Αμβρόσιος να ονομάζει «εύρυνση» = διεύρυνση) την ολοκλήρωση της εκκλησίας προς τα δυτικά, μια και κατά την παράδοση, είχε κτιστεί μόνο ένα μικρό μέρος της, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Σήμερα ο χώρος γύρω από την εκκλησία, με την φροντίδα του ακούραστου εκκλησιαστικού συμβουλίου και με το μεράκι του παραπάνω επιτρόπου κ. Γιάννη Πρωτογεράκη, προσφέρει στον επισκέπτη ευχάριστη έκπληξη. Η ίδια η εκκλησία εξωτερικά είναι περιποιημένη, έχει προστατευθεί η οροφή της από την υγρασία με την τοποθέτηση κεραμιδιών, ενώ έχουν παραμείνει σ’ αυτή όλα τα παλιά αρχιτεκτονικά στοιχεία που άντεξαν στο χρόνο.

Αναφέρονται χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

            α. Ο σταυρός της δυτικής πλευράς που είναι ο γνωστός κλασικός σταυρός όλων σχεδόν των χριστιανικών εκκλησιών.

            β. Ο σταυρός στο παραθυράκι του ιερού και

            γ. Ο σταυρός της ανατολικής πλευράς, που ξαφνιάζει, καθώς δεν έχει καμία σχέση με τον σταυρό της δυτικής πλευράς, ούτε συναντάται φαντάζομαι, σε άλλες χριστιανικές εκκλησίες. Πιο συγκεκριμένα, το κατασκεύασμα που βρίσκεται στη θέση του σταυρού της ανατολικής πλευράς αποτελείται από ένα συμπαγή κύκλο με εγκοπές στην περιφέρεια του (θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ς οδοντωτός), πάχους περίπου 5 εκατοστών και διαμέτρου 10-12 εκατοστών, περίπου, ου στ δυτική επιφάνεια δεν φέρει κανένα σχέδιο ή σκάλισμα, ενώ στην ανατολική και σε ακτίνα περίπου 6-7 εκατοστών ώστε να φαίνονται καθαρά οι εξωτερικές εγκοπές του, παρουσιάζει ανάγλυφο το σχήμα του σταυρού.

            Κατά τη μαρτυρία του παραπάνω κ. Γιάννη Πρωτογεράκη, που βασίζεται στα όσα του είχε πει ο παππούς του, στη θέση αυτή, κατά την πρώτη ανέγερση της εκκλησίας, είχε τοποθετηθεί όμοιος με της δυτικής πλευράς σταυρός. Αργότερα όμως οι Τούρκοι, που δεν ήθελαν την εκκλησία, άρχισαν να πετροβολούν το σταυρό αυτό και κάποια στιγμή τον έσπασαν. Όταν όμως έπαψαν να έχουν την δύναμη που είχαν στην αρχή, οι χριστιανοί τους υποχρέωσαν να τον ξαναφτιάξουν. Ο Τούρκος όμως που ανέλαβε να τον κατασκευάσει, για να μην έχει καθαρά τη μορφή του σταυρού, αλλά και για να εξευμενίσει τους χριστιανούς, του έδωσε την παραπάνω μορφή.

            Στον χώρο γύρω από την εκκλησία έχουν κατασκευαστεί και πάλι κελιά που εξυπηρετούν τους προσκυνητές κατά τον Δεκαπενταύγουστο, καθώς και ένα υπόστεγο που προφυλάσσει από τους ισχυρούς βόρειους ανέμους τους προσκυνητές.

            Οι εργασίες για τη βελτίωση της όλης εικόνας της περιοχής είχαν αρχίσει, κατά τον παραπάνω επίτροπο της, από το 1963-64 με την ισοπέδωση ων μισογκρεμισμένων κελιών, στα οποία φαίνεται ότι αναφέρεται ο ιερέας από τη Δάφνη Γεώργιος Γαδανάκης και συνεχίστηκαν με το σταδιακό κτίσιμο των νέων και με άλλες εργασίες που προχωρούσαν σιγά σιγά, ανάλογα με τα χρήματα που διέθετε κάθε τόσο το εκκλησιαστικό συμβούλιο.

            Εξωτερικά η εκκλησία είναι απλή. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στο κέντρο της περίπου υπάρχει μια καμάρα ου προεξέχει και ασφαλώς θα είναι κατασκευασμένη από πελέκια, αλλά αυτό δεν διακρίνεται από τα πολλά στρώματα του ασβέστη που έχει δεχτεί.

            Εξίσου απλό είναι το τέμπλο της, αλλά οι εικόνες του είναι παλιές, εξαιρετικής τέχνης και ανεκτίμητης αξίας. Αυτό φαίνεται διαπίστωσαν και κάποιοι ιερόσυλοι και στις αρχές της δεκαετίας του 1970και εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η εκκλησία έμενε πάντα ξεκλείδωτη, τις αφαίρεσαν, για να τις πουλήσουν. Φαίνεται όμως ότι άργησαν να κινηθούν κι έτσι οι εικόνες ανευρέθηκαν (κρυμμένες στην περιοχή Πισκοκεφάλου) και σήμερα ξαναβρίσκονται στη θέση τους, αλλά η εκκλησία πια κλειδώνεται.

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΑΛΑΚΤΟΚΤΙΣΜΕΝΗ

Η ιστορία της δημιουργίας της

Τα εξωκκλήσια αλλά και οι μεγάλες εκκλησίες των χωριών και οι ναοί των πόλεων μας ανεγείρονται και ονομάζονται συνήθως ύστερα από ένα Θρύλο, μια παράδοση, ένα όραμα, ένα θεωρούμενο θαύμα ένα πλάσμα φαντασίωσης, αλλά και από ένα επανειλημμένο ακόμη όνειρο. Το εξωκκλήσι που θα εξιστορήσουμε παρακάτω δεν μπορούσε να μη συμπεριληφθεί στον ακατάλυτο αυτό κανόνα. Απέχει από τη Νοτιοδυτική έξοδο του Σκορδυλιανού φαραγγιού σε ελάχιστη απόσταση που μπορεί να διασχισθεί με βηματισμό περιπάτου σε δέκα περίπου λεπτά κι έχει στενή σχέση με την μάντρα που βρίσκεται στο σημείο αυτό με το σημερινό της όνομα ως μάντρα του Σουντουλούμη. Ένας ενενηντάχρονος Σκορδυλιανός ο αείμνηστος Δρακομανώλης μου διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό. Όταν ήμουν κοπέλι καμιά δεκαπενταριά χρονών, έβοσκα τα πρόβατα του πατέρα μου εκεί δα γύρω στη μάντρα του φαραγγιού. Μια κοπανιά πιάνει μπόρα κι επήγα μη βραχώ κι απόσκιαξα μέσα στη μάντρα. Σε λίγο ήρθαν δύο γέροι βοσκοί από τη Ρίζα και είπαν μεταξύ τους:

-         Θυμάσαι σύντεκνε Μανούσο το σπηλιό που ήταν στο βάθος της μάντρας; Ίντα γκρεμό γίνηκε;

-         Θυμούμαι τόνε σύντεκνε Κωνσταντή, μα είναι κάμποσα χρόνια που τον κούκλωσε ο Ποταμός με αμμούτσα σε μια φοβερή πλημμύρα κι εξαφανίστηκε ο παντέρμος.

Χάθηκε και το εικονοστάσι που ήταν στο βάθος της μάντρας με την εικόνα της Παναγίας και το καντήλι που της άναβαν οι βοσκοί και οι περαστικοί. Τα έθαψε όλα ο ποταμός. Ξεθύμανε η οργή του και γύριαν τα νερά του στην κοίτη. Ξαναγύρισαν οι βοσκοί στη μάντρα τους, μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς; Ένα βράδυ ξαπλωμένοι στις χαβατσούνες τους, είδαν ένα φως να φεύγει από το αμμοσκεπασμένο εικονοστάσι που βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας και σαν να είχε θαρρείς φτερά πετούσε προς τη Βορειοανατολική έξοδο του φαραγγιού. Παραξενέυτηκαν και άρχισαν να σχολιάζουν το περιστατικό. Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαν να βοσκίσουν το κοπάδι προς το μέρος που είχαν δει το φως να χάνεται, στους πρόποδες του λόφου, γνωστός με την επωνυμία «Χαλάσματα» ναός της μεγάλης Μητέρας της Θεάς ων όφεων που λατρευόταν σ’ όλες τις γωνιές της Μινωικής Κρήτης. Σε μια μεγάλη πλάκα ανάμεσα στο πλήθος των ερειπίων ενδεχομένως από τη στέγη του ιερού αυτού ναού, οι βοσκοί από την ανάκλαση των ακτινών του ήλιου που έπεφταν πάνω, εντυπωσιάστηκαν και πλησίασαν. Η εικόνα της Παναγίας της μάντρας φώναξαν ταυτόχρονα και οι δύο, έκαναν τον σταυρό τους, γονάτισαν και την προσκύνησαν. Εδώ δεν πρέπει να την αφήσουμε. Την πήραν αγκαλιά και την γύρισαν το βράδυ στη μάντρα. Τι εκεί στην ερημιά θα την άφηναν; Τη νύχτα, το φως με την εικόνα έκανε πάλι ταξίδι ίσαμε την πλάκα κι οι βοσκοί ξαναπήγαν το άλλο πρωί και την ξαναντίκρισαν στην ίδια θέση που την ίχαν βρει και την πρώτη φορά. Εξακολουθώντας να πιστεύουν ότι κάποιος άνθρωπος έκανε τη μεταφορά, την πήγαν και την ξαναέφεραν στην μάντρα. Πέρασε η μέρα ήρθε η νύχτα και για Τρίτη φορά οι βοσκοί παρατήρησαν το φως να πηγαίνει από τη μάντρα στη γνωστή πια πλάκα. Μα την άλλη μέρα που πήγαν δεν είδαν την εικόνα ακουμπισμένη στην πλάκα, μα τη βρήκαν σφηνωμένη ανάμεσα στους βράχους και κατάλαβαν πως εκεί ήθελε να μένει. Βέβαια αν πάτε και κοιτάξετε στις σχισμές των βράχων δε θα δείτε την εικόνα εκεί σήμερα. Οι ντόπιοι κάτοικοι ύστερα από τον παραπάνω θρύλο, αποφάσισαν να κτίσουν εκκλησία και να στεγάσουν τη θαυματουργή εικόνα της κοίμησης της Θεοτόκου στη θέση εκείνη που διάλεξε η ίδια για την ανέγερση της και να αντικαταστήσει τα νεότερα χρόνια τη θέση της μεγάλης μητέρας των Μινωιτών, με τη μεγάλη Μάνα των Χριστιανών. Οι Τούρκοι του Παρασπορίου που είχαν εκεί γύρω περιβόλια, απαγόρευσαν τους Χριστιανούς να παίρνουν νερό από τις μικροπηγές που τα πότιζαν, πιθανώς και από θρησκευτικής αντιζηλίας. Οι τεχνίτες που συνάντησαν το βασικό αυτό πρόβλημα, φοβέρισαν ότι θα έφευγαν και η ανέγερση της εκκλησίας θα παρέμεινε ανεκπλήρωτο όνειρο. Οι βοσκοί πληροφορήθηκαν τα γενόμενα και έτρεξαν με θρησκευτικό οίστρο να προλάβουν το κακό. Άρμεξαν τα αιγοπρόβατα τους, φορτώθηκαν το γάλα, έφταξαν αξημέρωτα στον τόπο της ανέγερσης και μάλαξαν με το γάλα τον πηλό. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που είδαν την εκκλησία αποπερατωμένη.

Δίκαιο και πασιφανές ήταν να της δοθεί το καλόηχο όνομα «Παναγία Γαλακτοκτισμένη». Από τότε μέχρι σήμερα πλήθος πιστών την επισκέπτονται το Δεκαπενταύγουστο για να προσκυνήσουν με ευλάβεια τη θαυματουργή εικόνα. Οι ντόπιοι κάτοικοι δεν θα σας επιτρέπουν να αμφιβάλετε για την ύπαρξη της. Θα σας πουν πως ακόμη ζουν γέροι που την είδαν στα παιδικά τους χρόνια. Όχι ολόκληρη, μα τόση δα φαινόταν, μα σίγουρα ήταν η ίδια η εικόνα της μάντρας, δεν μπορεί να μην ήταν. Μα οι θρύλοι της μάντρας του φαραγγιού έχουν και άλλα να μας διηγηθούν. Οι βοσκοί εξακολουθούσαν να έχουν ιερή επαφή με την Παναγία τη Γαλακτοκτισμένη και το θεωρούσαν θρησκευτική υποχρέωση να κατεβαίνει ένας κάθε Σάββατο να ανάβει τα καντήλια της και να προσκυνά με ευλάβεια τη θαυματουργή εικόνα της και ανήμερα της γιορτής της στις δεκαπέντε Αυγούστου, να της προσφέρουν ανελλιπώς δώρο το καλύτερο αρνί ή κατσίκι.

Μια φορά ένας βοσκός έταξε στην Παναγία να της χαρίσει ένα συγκεκριμένο νεογέννητο τράγο. Μα καθώς περνούσαν οι μήνες και ο τράγος γινόταν ένα μεγαλόπρεπο ζώο, ο βοσκός λυπήθηκε να τον σφάξει και πήρε στη θέση του ένα άλλο αχαμνότερο κατά την τοπική έκφραση και τον πήγε στο πανηγύρι. Ενώ όμως συνεχιζόταν η λειτουργία και έβραζαν τα καζάνια για να ψηθεί το κρέας από τις δωρεές, ακούστηκε ήχος από λερί που όλο και πλησίαζε. Ήταν ο εκλεκτός τράγος που κατέβαινε μοναχός από το φαράγγι, πλησίασε την εκκλησία, έφτασε στην πόρτα του ναού και εκεί σωριάστηκε στο έδαφος και ξεψύχησε. Ο βοσκός έκπληκτος και τρομαγμένος διηγήθηκε στους πανηγυριώτες τι είχε συμβεί και ζήτησε συγχώρεση. Το εκκλησάκι της Παναγίας σαν κάτασπρο περιστέρι δίδει μια γλυκύτητα σε κείνη την αγριάδα. Από τότε κι ύστερα τα θαύματα της ακούγονται πιο πολύ κι ο κόσμος που συγκεντρώνεται κάθε δεκαπέντε Αυγούστου για να τιμήσει την Παναγία τα ξαναθυμάται με συγκίνηση και θαυμασμό. Οι ολιγόπιστοι κοιτάζουν σκεφτικοί τους απέναντι γκρεμούς, ακούνε για ανεξήγητα ακούσματα και οράματα, για ανθρώπους που γκρεμίστηκαν από μεγάλο ύψος και σώθηκαν με θαυματουργό τρόπο και δεν ξέρουν τι να πουν. Οι άλλοι οι πολλοί, δεν αμφιβάλλουν καθόλου. Δέχονται πως η Παναγία στάθηκε πάντα κοντά στους ανθρώπους τόσο που κι αυτοί οι Τούρκοι του Παρασπορίου όσον καιρό έμεναν εδώ την λογάριαζαν θαυματουργή και της έστελναν ταξίματα την ημέρα της γιορτής της. Όπως κι αν σκέπτεται όμως κανείς, άμα βρεθεί καμιά χειμωνιάτικη νύχτα σ’ αυτό το επιβλητικό δημιούργημα ή σε καιρό που φυσά ο βοριάς και παρασέρνει τα χαλίκια και βουίζει ο τόπος και γεμίζει το φαράγγι από ήχους, σαν να χτυπούν χιλιάδες καύρταλα, δεν μπορεί παρά να καταληφθεί από ανερμήνευτο φόβο και να ψιθυρίσει «Παναγία μου βοήθησε μας». Η εορτή της κοίμησης της Θεοτόκου αποτελεί την κορυφαία Θεομητορική εορτή του λειτουργικού έτους. Είναι χαρμόσυνο γεγονός και μεγάλη πανήγυρη, διότι δεν πρόκειται για θάνατο, αλλά για αθάνατη κοίμηση και «μετάσταση», δηλαδή για μετάβαση από τον κόσμο της φθοράς στον κόσμο της αφθαρσίας. Ο μεγάλος λογοτέχνης Φώτης Κοντόγλου σημειώνει: θρήνος γίνεται ύμνος πλημμυρισμένος από αγιασμένη χαρά, το εξόδιο, γίνεται πανηγύρι. Οι πιστοί που ψέλνουν μαζί με τον Υμνωδό στην αρχή απορούν πως η πηγή της ζωής σε μνημείο τίθεται, αλλά αμέσως ενθουσιάζονται και παρηγορούνται γιατί νιώθουμε πως κηδεύουμε την Αθάνατη Παναγία. Τι θαυμαστό πράγμα είναι αυτή η μεταστροφή του πόνου σε χαρά, της θλίψης σε αγαλλίαση.

Γεώργιος Πετρουλάκης

Συνταξιούχος Δάσκαλος

15/08/2018

 

Πως κτίστηκε η Παναγία

-Με στίχους (μαντινιάδες) η Κατίνα Ροζάκη-Καρνιαδάκη από το Παρασπόρι, έχει αποδώσει περίτεχνα την ιστορία κτισίματος της Παναγίας Ρίζας-.

Με πόνο και με δάκρυα θα κάτσω να σας γράψω,

πως κτίστικε η Παναγιά χωρίς να κάμω λάθος.

Η Παναγιά εκτίστηκε επί τουρκοκρατίας, 

σε μια βραδιά τελείωσε γιατί υπήρχε αιτία.

Οι Τούρκοι απεφάσισαν νερό να μην τους δώσουν,  

να κτίσουνε την εκκλησιά και να την τελειώσουν.

Και τότες είπαν οι βοσκοί μα δε θα σας περάσει      

και αρμέξανε τα πρόβατα και κάμανε τη λάσπη.

Μαζεύτηκαν οι Ριζανοί μαζί με τα παιδιά τους,              

μέχρι τα ξημερώματα χτίστηκε η εκκλησιά τους.

Γιάυτό επήρε το όνομα η Γαλακτοκτισμένη,         

γιατί με γάλα εκτίστηκε και είναι θεμελειωμένη.

Οι Τούρκοι πήγαν το πρωί να δούνε τι συμβαίνει    

και βλέπουνε την εκκλησιά να είναι τελειωμένη.

Τότες και αυτοί απόρησσαν με την πίστη τη δικιά μας    

και αμέσως διέταξε ο Αγάς να φύγουν μακρυά μας.

Μα πριν να φύγουν από κει επήγε ένα τουρκάκι          

και το σταυρό της Παναγιάς έσπασε από μεράκι.

Είναι ο σταυρός που βρίσκεται στου Ιερού τη θύρα,       

να πάνε όλοι να τον δουν που έχουν αμφιβολία.

Όσοι θα το διαβάσουνε να αγιάσει η ψυχή τους       

και μέσα στον παράδεισο να βάλουν το κορμί τους.

Μα όσοι δεν το πιστεύουνε χριστιανοί δεν θαναι,              

μάλλον από το τούρκικο το σόι θα τραβάνε.

Μη με παρεξηγήσετε αν τύχει και έχω λάθος,       

είμαι σχεδόν αγράμματη από πίστη το συντάσω!

 

Παναγία Γαλατοκτισμένη, Η δική μας παναγία

(Τριακόσια ονόματα για χάρη της Θεοτόκου)

            Τόση είναι η αγάπη, η γόνιμη σκέψη και η εφευρετικότητα, όχι μόνο των καλλιτεχνών και των λογίων, αλλά και του απλού πιστού λαού, που γεννά συνεχώς και νέα επίθετα στην Παναγία, που μπορούν να χωριστούν σε οκτώ κατηγορίες.

  1. 1.Ονόματα από την παράσταση της Παναγίας στην εικόνα: Τέτοια επίθετα είναι η Βρεφοκρατούσα, η Γλυκοφιλούσα, η Γαλακτοτροφούσα, η Πλατυτέρα των Ουρανών, η Οδηγήτρια και άλλα. Είναι ακόμη το επίθετο Δεξιοκρατούσα ή δεξιά, όταν κρατάει τον Χριστό στο δεξί της χέρι και όχι προς το μέρος της καρδιάς της. Ακόμη, Μεγαλομάτα, όταν έχει μεγάλα μάτια. Υπάρχουν και ονόματα που συνδυάζονται με μιαν ιερή ιστορία. Λ.Χ. το όνομα της εικόνας «Άξιον Εστίν», που είναι θησαυρισμένη στο Ναό του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους, πήρε το όνομα από το θαύμα που επιτελέστηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, μπροστά της, όταν βρισκόταν σε κελί του Αγίου Όρους. Κατά την παράδοση, ο Αρχάγγελος έψαλε το γνωστό ύμνο «Άξιον εστίν…» και έγινε άφαντος. Επίσης το επίθετο Τριχερούσα το πήρε η εικόνα της Παναγίας από το ότι υπάρχει σε αυτήν ένα τρίτο χέρι, που συμβολίζει το θαύμα που συνέβη στον υμνητή και δογματίσαντα για την Παναγία, Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Το δεξί χέρι του το έκοψαν Μουσουλμάνοι και θαυματουργικά αποκαταστάθηκε. Η Παναγία η Εσφαγμένη ονομάστηκε έτσι επειδή κατά την παράδοση μοναχός θύμωσε μαζί της και με μαχαίρι χτύπησε την εικόνα της Παναγίας στο πρόσωπο. Τότε από την εικόνα άρχισε να τρέχει είμαι , ενώ ο μοναχός τυφλώθηκε και έκανε ως τρελός. Ο μοναχός ζήτησε συγνώμη και συγχωρέθηκε, αλλά το χέρι που χτύπησε την Παναγία τιμωρήθηκε, αφού έμεινε άλιωτο μετά το θάνατο του μοναχού. Υπάρχει ακόμη η Παναγία η Πυροβοληθείσα, στη Μονή Βατοπεδίου, αφού την εικόνα της τη χτύπησαν με όπλο τούρκοι. ¨Σφαγμένη» είναι και η εικόνα της Παναγίας της Πορταϊτισσας, της Μονής Ιβήρων, που ονομάστηκε έτσι με το θαύμα που έκανε η Παναγία να φανερώσει τη θέληση της να παραμείνει στην είσοδο της Μονής ως θυρωρός για να την προστατεύει.
  2. 2.Από τον τόπο Της: Έτσι υπάρχει η Παναγία η Αθηνιώτισσα, η Καστριώτισσα, η Κάμπου, η Πυργιανή, η Εγκλειστριανή (από τη μονή του Οσίου νεοφύτου του Εγκλείστου), η Σπηλιανή, η Μεγαλοσπηλαιώτισσα, (του Μεγάλου Σπηλαίου καλαβρύτων), η Τουρλιανή, η Θαλασσινή, η Διχαλιώτισσα, η Καλαμού, η Καμινιώτισσα, η Βλαχερνίτισσα, η Ολυμπιώτισσα, η Σουμελιώτισσα, η Πλατανιώτισσα, η καταπολιανή, η Χοζοβιώτισσα (από τη μονή Χοζεβά των Αγίων Τόπων), η Παμμακάριστος (από τη μονή της Κωνσταντινούπολης), η Αγία Σιών, η Εικοσιφοίνισσα, η Ελώνα, η Τροοδίτισσα, η Κυκκώτισσα, η Μαλεβή (από το όρος Πάρνων, που λέγεται και Μαλεβός) η Μυρτιδιώτισσα στα Κύθηρα.
  3. 3.Από την τεχνοτροπία του ναού Της: Τέτοια επίθετα είναι η Θολοσκέπαστη, η Πελεκητή, η Κρεμαστή, η Μαρμαριώτισσα.
  4. 4.Από το όνομα του κτήτορα του ναού ή της μονής Της: Τέτοια επίθετα είναι παναηία η Παχειά, η Γλυκειά, η περλιγκού, η Λυκοδήμου, η Κοροβιλιά.
  5. 5.Από το μήνα που εορτάζεται η Παναγία: Σοτομπριανή, Βρεχούσα, Αυγουστιανή και Δεκαπεντούσα, Τριτιανή, Μεσοσπορίτισσα, Βροντού, Ακαθή (από τον Ακάθιστο Ύμνο).
  6. 6.Από τα θαύματα της Παναγίας: Γοργοϋπήκοος, Ελεούσα, Ελεήστρα, Γιάτρισσα, Παρηγορήτρα, Φανερωμένη, Μυροβλύτισσα.
  7. 7.Εγκωμιαστικά από την έξαρση της αγάπης των πιστών: Συνήθως χρησιμοποιείται επίθετο με πρώτο συνθετικό το χρυσό: Χρυσοκελλαριά, Χρυσοσπηλιώτισσα, Χρυσοπηγή, Χρυσογαλούσα, Χρυσοποδαρίτισσα, Χρυσοχεριά. Υπάρχουν όμως και άλλα, όπως Αγγελόκτιστη, Αερινή, Αναφωνήστρα, Χρυσοσκαλίτισσα.
  8. 8.Αυτά που Της έδωσαν οι υμνογράφοι της Εκκλησίας: Κυρίως προέρχονται από τον Ακάθιστο Ύμνο: Αμόλυντος, Υψηλοτέρα, καθέδρα, Κλίμαξ, Σκέπη, Πόλη, παράκλησις, Επίσκεψις, καταφυγή, Κεχαριτωμένη, Χώρα του Αχώρητου, Όρος Αλατόμητον κλπ

Εκεί λοιπόν προς τη Ρίζα του Δήμου Σητείας, υπάρχει η δική μας Παναγία, που προσθέτει άλλο ένα όνομα στα τριακόσια, που μερικά από τα ανθολογημένα παραθέσαμε, ΓΑΛΑΤΟΚΤΙΣΜΕΝΗ επειδή αντί για νερό χρησιμοποιήθηκε για το κτίσιμο της, Γάλα από τα ζώα.

Από το βιβλίο των ερανισμάτων μας

Σακκαδάκη – Πετρουλάκη Αλίκη

Συν/χος δασκάλα

15/08/2018